αντιρρησίας

αντιρρησίας
ο
αυτός που έχει τη συνήθεια να φέρνει αντιρρήσεις, να αντιλέγει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιρρησίας — ο αυτός που πάντα αντιλέει: Σε κάθε συζήτηση ήταν ο μόνιμος αντιρρησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… …   Dictionary of Greek

  • εναντιολόγος — ο αυτός που αντιλέγει, αντιρρησίας, πνεύμα αντιλογίας …   Dictionary of Greek

  • Λόουελ, Ρόμπερτ — (Robert Traill Spence Lowell, Jr., Βοστόνη 1917 – 1977). Ποιητής και μεταφραστής. Γόνος οικογένειας με λογοτεχνική παράδοση (μακρινός θείος του ήταν ο Τζέιμς Ράσελ, βλ. λ.), σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια ποίηση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”